- πολυέδρου
- πολύεδροςwith many seatsmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακμή — Η κόψη, το κοφτερό τμήμα ενός μεταλλικού οργάνου που κόβει ή χαράζει. Το κρίσιμο σημείο, η καμπή, ο κίνδυνος. Το κορύφωμα, η πλήρης ανάπτυξη, η ωριμότητα ενός πράγματος ή μιας κατάστασης. (Γεωμ.) α. δίεδρης γωνίας. Η κοινή ευθεία που σχηματίζουν… … Dictionary of Greek
αναλόγιο — Έπιπλο που αποτελείται από μία ή δύο σανίδες και χρησιμεύει στην τοποθέτηση βιβλίων ή τετραδίων για ανάγνωση ή γραφή. Παλαιοτερα ονομαζόταν και αναλογείο. Το α. είναι ένα είδος μικρού τετράγωνου ή πολύεδρου τραπεζιού με επικλινή επιφάνεια που… … Dictionary of Greek
διαγώνιος — Η ευθεία που ενώνει δύο μη διαδοχικές κορυφές σε ένα πολύγωνο. Ένα πολύγωνο με n πλευρές έχει n(n 3)/2 δ., γιατί από κάθε κορυφή ξεκινούν n 3 δ., αλλά αν πάρουμε κάθε κορυφή με τη σειρά της, αριθμούμε κάθε δ. δύο φορές. Στο τετράγωνο ο λόγος της… … Dictionary of Greek
κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές … Dictionary of Greek
περίκεντρο — το, Ν μαθημ. φρ. α) «περίκεντρο πολυγώνου» το κέντρο περιγεγραμμένου σε πολύγωνο κύκλου β) «περίκεντρο πολυέδρου» το κέντρο περιγεγραμμένης σε πολύεδρο σφαίρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κέντρο] … Dictionary of Greek
πολυέδρωση — η, Ν [πολύεδρος] (κτην.) ασθένεια που προκαλούν στα έντομα ορισμένοι ιοί και που ονομάζεται έτσι λόγω τής μορφής τού πολυέδρου που περιέχει τον ιό … Dictionary of Greek
πολυεδρικός — ή, ό, Ν [πολύεδρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πολύεδρο 2. αυτός που έχει σχήμα πολυέδρου («πολυεδρική κρύσταλλος») … Dictionary of Greek
σκαληνόεδρος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει σχήμα πολύεδρου τού οποίου οι έδρες είναι σκαληνά τρίγωνα ίσα μεταξύ τους 2. το ουδ. ως ουσ. το σκαληνόεδρο (κρυσταλλ.) κρυσταλλική μορφή που απαντά στο τετραγωνικό και στο τριγωνικό σύστημα και που συνίσταται σε ένα… … Dictionary of Greek
τοπολογία — Ο κλάδος των μαθηματικών που μελετά γενικά τους τόπους στην ευρύτερη έννοια, είτε αυτοί είναι επιφάνειες, χώροι, σχήματα, σώματα ή αντικείμενα, στη στατική και αμετάβλητη μορφή τους, είτε υπόκεινται σε δυναμικές μεταβολές του σχήματός τους,… … Dictionary of Greek
Μέμπιους, Άουγκουστ Φέρντιναντ — (August Ferdinand Mοbius, Σούλπφορντ, Σαξονία 1790 – Λιψία 1868). Γερμανός μαθηματικός και αστρονόμος. Το 1815 ξεκίνησε να διδάσκει αστρονομία στη Λιψία και από το 1844 υπήρξε διευθυντής του αστεροσκοπείου της ίδιας πόλης. Στο έργο Βαρυκεντρικός… … Dictionary of Greek